- πεταυρισμος
- πεταυρισμόςὅ досл. хождение по канату, перен. головоломные прыжки
(ὅ τῆς τύχης π. Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὅ τῆς τύχης π. Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πεταυρισμός — ο, ΝΑ, και πετευρισμός Α [πεταυρίζω / πετευρίζομαι] χορός ή αναπήδηση πάνω σε πέταυρο, ακροβασία πάνω σε λεπτό και ελαστικό σανίδι … Dictionary of Greek
πετευρισμός — ὁ, Α βλ. πεταυρισμός … Dictionary of Greek